ισομερές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ισομερές τα ισομερή
      γενική του ισομερούς των ισομερών
    αιτιατική το ισομερές τα ισομερή
     κλητική ισομερές ισομερή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισομερές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ισομερής < ισο- + -μερής, γαλλική isomère < αρχαία ελληνική ἰσομερής (διαιρεμένος σε ίσα μέρη)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.so.meˈɾes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σο‐με‐ρές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ισομερές ουδέτερο

  1. (χημεία) για άτομα με ίδιο χημικό τύπο αλλά άλλη διάταξη στοιχείων
  2. (φυσική) για ατομικούς πυρήνες με ίδιο ατομικό αριθμό και μαζικό αριθμό (ίδιο αριθμό πρωτονίων και νετρονίων) αλλά με διαφορετικές ενεργειακές βαθμίδες (σε διαφορετική κατάσταση διέγερσης, με διαφορερτική συμπεριφορά αποσύνθεσης/διάσπασης και διαφορετική διάρκεια ημιζωής)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ισομερές

Αναφορές[επεξεργασία]