ισοχρονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοχρονία < ισόχρονος + ισόχρον(ος) + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισοχρονία θηλυκό
- (αφηγηματολογία) η παρουσίαση των γεγονότων από τον αφηγητή σε ίση χρονική διάρκεια με τον χρόνο που πραγματικά συνέβησαν
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοχρονία
|