ισοχρονισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισοχρονισμός οι ισοχρονισμοί
      γενική του ισοχρονισμού των ισοχρονισμών
    αιτιατική τον ισοχρονισμό τους ισοχρονισμούς
     κλητική ισοχρονισμέ ισοχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισοχρονισμός < (ίσος) ισο- + χρονισμός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική isochronisme < αρχαία ελληνική ἴσος + χρόν(ος) + -ισμός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.so.xɾo.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σο‐χρο‐νι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ισοχρονισμός αρσενικό

  1. η πραγματοποίηση διαδικασιών σε ίσα χρονικά διαστήματα
  2. άλλη μορφή του συγχρονισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)