ιστιοδέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιστιοδέτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος): το σχοινί με το οποίο τυλίγεται το ιστίο (πανί) μετά την καθαίρεσή του από τον ιστιούχο όπου και τοποθετείται στην ιστιοθήκη για φύλαξη.
- ο ιστιοδέτης των μεγάλων ιστίων έχει μήκος 6 - 7 οργιές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιστιοδέτης
|