ιστορικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιστορικό τα ιστορικά
      γενική του ιστορικού των ιστορικών
    αιτιατική το ιστορικό τα ιστορικά
     κλητική ιστορικό ιστορικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιστορικό < ουδέτερο του επιθέτου ιστορικός ως ουσ.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιστορικό ουδέτερο

  1. η εξιστόρηση ενός συνόλου γεγονότων με χρονολογική σειρά
    η εκδήλωση θα αρχίσει με το ιστορικό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου
  2. (ιατρική) η καταγραφή όλων των ασθενειών και της εξέλιξης της υγείας ενός ασθενούς ή μιας οικογένειας
    ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή και πήρε το ιστορικό του
  3. (πληροφορική) η καταγραφή όλων των αλλαγών που έχουν γίνει σε μια σελίδα ενός βικι-εγχειρήματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ιστορικό