ιστοριομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστοριομετρία οι ιστοριομετρίες
      γενική της ιστοριομετρίας των ιστοριομετριών
    αιτιατική την ιστοριομετρία τις ιστοριομετρίες
     κλητική ιστοριομετρία ιστοριομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιστοριομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική historiometry < αρχαία ελληνική ἱστορία + μέτρον. Αναλύεται σε ιστορί(α) + -ο- + -μετρία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιστοριομετρία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]