ιστοχώρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιστοχώρος < ιστός + χώρος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική website
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.stoˈxo.ɾos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιστοχώρος αρσενικό
- (νεολογισμός) (διαδίκτυο) συλλογή από ιστοσελίδες με κείμενα, αρχεία εικόνας, ήχου, βίντεο, κ.λπ., τα οποία συνδέονται μεταξύ τους και είναι διαθέσιμα στον Παγκόσμιο Ιστό, για την πληροφόρηση των χρηστών του διαδικτύου αλλά και την παρουσίαση ενός θέματος, μίας εταιρίας, ενός οργανισμού, ενός προσώπου κ.α.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιστοχώρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Διαδίκτυο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)