ισόμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈso.moɾ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σό‐μορ‐φος
Επίθετο[επεξεργασία]
ισόμορφος, -η, -ο
- που έχει την ίδια ή παρόμοια δομή ή διαμόρφωση με κάποιον ή κάτι άλλο
- (σπάνιο) ομοιόμορφος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ίσος και μορφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισόμορφος
Πηγές[επεξεργασία]
- ισομορφία, ισόμορφος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ἰσόμορφος - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .