ιχθυόσαυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιχθυόσαυρος οι ιχθυόσαυροι
      γενική του ιχθυόσαυρου
ιχθυοσαύρου
των ιχθυόσαυρων
ιχθυοσαύρων
    αιτιατική τον ιχθυόσαυρο τους ιχθυόσαυρους
ιχθυοσαύρους
     κλητική ιχθυόσαυρε ιχθυόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιχθυόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική ichthyosaurus < αρχαία ελληνική ἰχθύς + -σαυρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.xθiˈo.sa.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐χθυ‐ό‐σαυ‐ρος
απολίθωμα ιχθυόσαυρου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιχθυόσαυρος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]