ιχνηλάτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιχνηλάτηση | οι | ιχνηλατήσεις |
γενική | της | ιχνηλάτησης* | των | ιχνηλατήσεων |
αιτιατική | την | ιχνηλάτηση | τις | ιχνηλατήσεις |
κλητική | ιχνηλάτηση | ιχνηλατήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιχνηλατήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιχνηλάτηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ιχνηλατώ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιχνηλάτηση
|