κάλτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάλτσα οι κάλτσες
      γενική της κάλτσας των καλτσών
    αιτιατική την κάλτσα τις κάλτσες
     κλητική κάλτσα κάλτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παιδικές κάλτσες.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάλτσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάλτσα < ιταλική calza < δημώδης λατινική *calcea < λατινική calceus (υπόδημα) < calx (φτέρνα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkal.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάλ‐τσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάλτσα θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάλτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική calza & παλαιά γαλλική calce < δημώδης λατινική *calcea < λατινική calceus (υπόδημα) < calx (φτέρνα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάλτσα

  1. (ενδυμασία) η κάλτσα
  2. (οπλισμός) η περικνημίδα πανοπλίας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]