κάλυμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάλυμμα < αρχαία ελληνική καλύπτω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάλυμμα ουδέτερο
- καθετί που καλύπτει κάποιο έπιπλο ή άλλο αντικείμενο
- (οικονομία) το απόθεμα σε συνάλλαγμα ή παλαιότερα σε χρυσό (πια παγκοσμίως υπάρχει κεφαλαιουχικά αμελητέος αριθμός ράβδων και σαφέστατα δεν παρέχουν κάλυμμα) που διαθέτει μια εκδοτική τράπεζα και χρησιμοποιείται σαν εγγύηση για το νόμισμα που εκδίδει