κάρδαμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάρδαμο | τα | κάρδαμα |
γενική | του | κάρδαμου | των | κάρδαμων |
αιτιατική | το | κάρδαμο | τα | κάρδαμα |
κλητική | κάρδαμο | κάρδαμα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάρδαμο < αρχαία ελληνική κάρδαμον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάρδαμο ουδέτερο
- (φυτό) φυτό, κηπευτικό τα φύλλα του οποίου χρησιμοποιούνται κυρίως σε σαλάτες
- (μπαχαρικό) είδος μπαχαρικού από το φυτό Elettaria cardamomum
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάρδαμο (σαλατικό)