κάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάρι < αγγλική curry

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάρι ουδέτερο άκλιτο

  1. ινδικό μπαχαρικό από σκόνη διάφορων φυτών
  2. είδος φαγητού (με επίσης ινδική προέλευση)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]