καδμείος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καδμείος η καδμεία το καδμείο
      γενική του καδμείου της καδμείας του καδμείου
    αιτιατική τον καδμείο την καδμεία το καδμείο
     κλητική καδμείε καδμεία καδμείο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καδμείοι οι καδμείες τα καδμεία
      γενική των καδμείων των καδμείων των καδμείων
    αιτιατική τους καδμείους τις καδμείες τα καδμεία
     κλητική καδμείοι καδμείες καδμεία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καδμείος < Κάδμος

Επίθετο[επεξεργασία]

καδμείος

  • αυτός που αναφέρεται στον Κάδμο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]