καδρίλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καδρίλια οι καδρίλιες
      γενική της καδρίλιας
    αιτιατική την καδρίλια τις καδρίλιες
     κλητική καδρίλια καδρίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καδρίλια < καντρίλια < ιταλική quadriglia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καδρίλια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]