καζανιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καζανιά | οι | καζανιές |
γενική | της | καζανιάς | των | καζανιών |
αιτιατική | την | καζανιά | τις | καζανιές |
κλητική | καζανιά | καζανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καζανιά θηλυκό
- η χωρητικότητα ενός καζανιού, ανά είδος
- η συνήθης ποσότητα φαγητού που μαγειρεύεται σ' ένα καζάνι
- η ποσότητα υγρού ή ατμού που χωράει ένα κλειστό καζάνι
- (ιδιωματικό) η ποσότητα φαγητού που μαγειρεύεται σε καζάνι(α) και μοιράζεται σε θρησκευτικές ή άλλες εκλδηλώσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καζάνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καζανιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)