καθαιρετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθαιρετικός < αρχαία ελληνική καθαιρετικός
Επίθετο[επεξεργασία]
καθαιρετικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθαιρετικός
|