καθαιρετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθαιρετικός η καθαιρετική το καθαιρετικό
      γενική του καθαιρετικού της καθαιρετικής του καθαιρετικού
    αιτιατική τον καθαιρετικό την καθαιρετική το καθαιρετικό
     κλητική καθαιρετικέ καθαιρετική καθαιρετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθαιρετικοί οι καθαιρετικές τα καθαιρετικά
      γενική των καθαιρετικών των καθαιρετικών των καθαιρετικών
    αιτιατική τους καθαιρετικούς τις καθαιρετικές τα καθαιρετικά
     κλητική καθαιρετικοί καθαιρετικές καθαιρετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθαιρετικός < αρχαία ελληνική καθαιρετικός

Επίθετο[επεξεργασία]

καθαιρετικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την καθαίρεση
  2. που επιφέρει καθαίρεση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]