καθημερινά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθημερινά < καθημεριν(ός) + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.θi.me.ɾiˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θη‐με‐ρι‐νά
Επίρρημα[επεξεργασία]
καθημερινά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καθημερινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καθημερινός