κακολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακολογία οι κακολογίες
      γενική της κακολογίας των κακολογιών
    αιτιατική την κακολογία τις κακολογίες
     κλητική κακολογία κακολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακολογία < αρχαία ελληνική κακολογία < κακός + λέγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ko.loˈʝi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κακολογία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]