καλωσορίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλωσορίζω < από τη φράση καλώς όρισες.

Ρήμα[επεξεργασία]

καλωσορίζω

  1. χαιρετώ και υποδέχομαι φιλόξενα κάποιον που μόλις έφτασε, με τη φράση καλώς όρισες - καλώς ορίσατε ή κάποια άλλη παρόμοια
    Πήγαινε να καλωσορίσεις τους καλεσμένους μας.
  2. (μεταφορικά) αποδέχομαι, καλοδέχομαι κάτι το καινούριο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]