κανόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανόνι τα κανόνια
      γενική του κανονιού των κανονιών
    αιτιατική το κανόνι τα κανόνια
     κλητική κανόνι κανόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανόνι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανόνι ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος, οπλισμός) πολεμικό όπλο που χρησιμοποιείται για να εκτοξεύει βλήματα μεγάλου διαμετρήματος σε μεγάλη απόσταση
  2. (μεταφορικά), εντός της φράσης «... είναι κανόνι»: σχήμα υπερβολής που δηλώνει, αναφερόμενο σε κάτι, κάποια ή κάποιον, ότι εμφανίζει κάποια θετική ιδιότητα (π.χ. είναι πολύ καλό, αξιόπιστο, αξιόλογο, χρήσιμο κλπ.) στον υπερθετικό βαθμό
  3. (μεταφορικά), εντός της φράσης «βαράω κανόνι» (=χρεοκοπώ): χρεωκοπία


Σύνθετα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]