καραϊβικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καραϊβικός < Καραϊβ(ική) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
καραϊβικός -ή, -ό
- σχετικός με την Καραϊβική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καραϊβικός
|