κατάληψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάληψη οι καταλήψεις
      γενική της κατάληψης* των καταλήψεων
    αιτιατική την κατάληψη τις καταλήψεις
     κλητική κατάληψη καταλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάληψη < αρχαία ελληνική κατάληψις < καταλαμβάνω < κατά + λαμβάνω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική occupation[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάληψη θηλυκό

  1. η στρατιωτική ενέργεια με την οποία καταλαμβάνεται ένας τόπος (ύψωμα, οχυρό κ.λπ.)
  2. η ενέργεια διαμαρτυρίας με την οποία καταλαμβάνεται ένα μέρος (κτήριο ή ανοικτός χώρος) παρανόμως, για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια μιας ομάδας για κάποιο θέμα
    Τα παιδιά του λυκείου έκαναν κατάληψη για να ληφθούν νέα μέτρα για την καθαριότητα των χώρων.
  3. (συνεκδοχικά) ο χώρος που έχει καταληφθεί
    Τα τηλεοπτικά συνεργεία είχαν στηθεί έξω από την κατάληψη περιμένοντας κάποιον να βγει και να τους δώσει συνέντευξη.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κατάληψηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)