καταβιβασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
καταβιβασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταβιβάζω [1]
- ↪ ο τόνος είναι καταβιβασμένος στη λήγουσα (έχει κατέβει στη λήγουσα συλλαβή)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταβιβασμένος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καταβιβασμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)