κατακλυσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατακλυσμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατακλυσμός < κατακλύζω[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.kliˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κλυ‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατακλυσμός αρσενικό
- η κάλυψη της γης από πλημμύρα
- ↪ γνωστοί από την ιστορία και τη μυθολογία κατακλυσμοί είναι ο κατακλυσμός του Νώε, ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, ο Ωγύγιος κατακλυσμός κ.ά.
- (συνεκδοχικά) η ραγδαία βροχή, η πλημμύρα από βροχή
- (μεταφορικά) η αφθονία και το μεγάλο πλήθος
- ↪ ακολούθησε κατακλυσμός από παράπονα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κατακλυσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)