καταπονούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταπονούμαι < παθητική φωνή του ρήματος καταπονώ

Ρήμα[επεξεργασία]

καταπονούμαι

  1. κουράζομαι υπερβολικά
    μάθε να μην καταπονείσαι αλλά να μαζεύεις τις δυνάμεις σου
  2. υποβάλλομαι σε καταπόνηση
    ο κινητήρας φαίνεται να έχει καταπονηθεί
    το κτίριο καταπονήθηκε αρκετά από το σεισμό

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]