κατασκοπεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατασκοπεία οι κατασκοπείες
      γενική της κατασκοπείας των κατασκοπειών
    αιτιατική την κατασκοπεία τις κατασκοπείες
     κλητική κατασκοπεία κατασκοπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατασκοπεία < κατασκοπεύω + -εία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατασκοπεία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

  • βιομηχανική κατασκοπεία: η προσπάθεια υποκλοπής απόρρητων μεθόδων κατσκευής ενός βιομηχανικού προϊόντος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]