κατεβάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατεβάζω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική καταβιβάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.teˈva.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κατεβάζω , πρτ.: κατέβαζα, στ.μέλλ.: θα κατεβάσω, αόρ.: κατέβασα, μτχ.π.π.: κατεβασμένος

  1. κινώ κάτι από ένα ψηλότερο σημείο σε ένα χαμηλότερο
     αντώνυμα: ανεβάζω, υψώνω
    κατέβασε το βλέμμα
  2. (μεταφορικά) ελαττώνω, μειώνω
    μπορείς να κατεβάσεις τη φωνή σου;
  3. (μεταφορικά) κάνω κάτι πιο φθηνό
    κατεβάζουν τις τιμές!
  4. (για μέσο μεταφοράς) αποβιβάζω επιβάτη
    θα σας κατεβάσω, αν ενοχλείτε!
    • (ειδικότερα) πηγαίνω κάποιον πιο χαμηλά από το σημείο που βρίσκεται ή στο κέντρο της πόλης
    μπορείς να με κατεβάσεις στην πόλη για ψώνια;
  5. βρίσκω ιδέες, λύσεις, δεξόδους
    αυτό της κατέβηκε, αυτό κάνει
  6. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) τρώω ή πίνω με λαιμαργία
    με τη μια κατέβασε το ποτήρι του
  7. καθαιρώ κάποιον από το αξίωμά του
  8. αποδίδω σε κάποιον όμοιους χαρακτηρισμούς
    ανόητη με ανεβάζει, ηλίθια με κατεβάζει
  9. υποβιβάζω
    κατεβάζεις πολύ τη συζήτηση
  10. (στην πολιτική) προτείνω κάποιον ως υποψήφιο
    η αντίπαλη παράταξη κατεβάζει στις επόμενες εκλογές δύο νέα πρόσωπα
  11. (θέατρο) διακόπτω τις παραστάσεις εξαιτίας της μη προσέλευσης κοινού
  12. (για ποτάμι) μεταφέρω
  13. απαριθμώ, συσσωρεύω λεκτικά
    αν αρχίσομε να κατεβάζομε όσα είδαμε, θα μας πάρει πολλή ώρα
  14. (γλωσσολογία) μεταφέρω τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα ή τη λήγουσα
  15. (αθλητισμός) παρουσιάζω στο γήπεδο ομάδα ή αθλητή
    η ομάδα θα κατεβάσει τους αναπληρωματικούς παίκτες αυτή τη φορά
  16. (πληροφορική) μεταφέρω στην οθόνη ή στο σκληρό του υπολογιστή αρχεία
    θέλω να κατεβάσω αρχεία από το ίντερνετ

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]