καυλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καυλώνω < από το ουσιαστικό καυλός
Ρήμα[επεξεργασία]
καυλώνω
- ερεθίζομαι σεξουαλικά, ανάβω, έχω έντονη επιθυμία για συνουσία, έχω καύλες
- στον προφορικό κυρίως λόγο, συναντάται και γκαυλώνω