κεντώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεντώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κεντῶ → και δείτε τη λέξη κεντάω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kenˈdo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντώ
Ρήμα[επεξεργασία]
κεντώ
- άλλη μορφή του κεντάω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεντώ
→ δείτε τη λέξη κεντάω |
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱent- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)