κιβδηλεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιβδηλεύω < αρχαία ελληνική κιβδηλεύω < κίβδηλος
Ρήμα[επεξεργασία]
κιβδηλεύω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κίβδηλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιβδηλεύω
|