κιβδηλοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιβδηλοποιία < κίβδηλ(ος) + -ο- + -ποιία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιβδηλοποιία θηλυκό
- (παρωχημένο) η παρασκευή κίβδηλων νομισμάτων
- ※ διαβληθείς έπί κιβδηλοποιία, μόλις έλύτρωσε την ζωήν αυτού διά 50.000 σκούδων, ότε εδημεύθη και ή έν τώ παραλίω του Γαλατά (Κωνσταντινούπολις: Τόμος Β´, Δημήτριος Σκαρλάτος ο Βυζάντιος, σελ. 305 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιβδηλοποιία
|