κιβωτιόσχημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κιβωτιόσχημος, -η, -ο
- που έχει σχήμα κιβωτίου
- ※ Στις 22 Μαρτίου του 1959 στον Κερασώνα του Νομού Πρέβεζας βρέθηκε τυχαία ένας κιβωτιόσχημος τάφος, πλούσια κτερισμένος. (*)
- ※ Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι είναι λάκκοι σκαμμένοι στο χώμα ή σε μαλακό βράχο που φέρουν εσωτερική επένδυση από λίθινες ή πλίνθινες πλάκες. Το σχήμα τους είναι συνήθως ορθογώνιο αλλά μερικές φορές και ασύμμετρο τετράπλευρο, ενώ το μέγεθός τους ποικίλλει ανάλογα με το ύψος του νεκρού. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιβωτιόσχημος
τάφος