κιλτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιλτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική kilt

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈcilt/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Άνδρας που φοράει κιλτ.

κιλτ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]