κλίμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κλῆμα, κλήμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλίμα τα κλίματα
      γενική του κλίματος των κλιμάτων
    αιτιατική το κλίμα τα κλίματα
     κλητική κλίμα κλίματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλίμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλίμα
(νεότερες έννοιες) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική climat < λατινική clima < ελληνιστική κοινή κλίμα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkli.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλί‐μα
ομόηχο: κλήμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλίμα ουδέτερο

  1. (μετεωρολογία) το σύνολο των καιρικών και μετεωρολογικών φαινομένων και συνθηκών που επικρατούν και μεταβάλλονται σε μια περιοχή για ένα χρονικό διάστημα
    τροπικό / ερημικό / μεσογειακό / ψυχρό / υγρό κλίμα
    • (συνεκδοχικά) η περιοχή στην οποία επικρατούν συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες
    Στα θερμά κλίματα ο κίνδυνος της λειψυδρίας είναι μεγάλος.
  2. (μεταφορικά) το σύνολο των ψυχολογικών / ηθικών συνθηκών που επικρατούν σε ένα χώρο δράσης
    Η προσωπικότητα του διευθυντή έχει επηρρεάσει θετικά το κλίμα στην εταιρεία.
  3. (θρησκεία) μια μεγάλη περιφέρεια με αυτόνομη διοίκηση
    Η Κρήτη ανήκει στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κλῐματ-
ονομαστική τὸ κλίμᾰ τὰ κλίμᾰτ
      γενική τοῦ κλίμᾰτος τῶν κλιμᾰ́των
      δοτική τῷ κλίμᾰτ τοῖς κλίμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κλίμᾰ τὰ κλίμᾰτ
     κλητική ! κλίμᾰ κλίμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλίμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κλιμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλίμα: πιθανόν, θέμα με βραχύ γιώτα ῐ [1] < από το θέμα του κλίνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλίμα ουδέτερο (και κλῖμα)

  1. κατωφέρεια
  2. γεωγραφική θέση, τόπος, περιοχή
  3. κλίμα, καιρικές συνθήκες

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]