κοιλιόδουλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοιλιόδουλος η κοιλιόδουλη το κοιλιόδουλο
      γενική του κοιλιόδουλου της κοιλιόδουλης του κοιλιόδουλου
    αιτιατική τον κοιλιόδουλο την κοιλιόδουλη το κοιλιόδουλο
     κλητική κοιλιόδουλε κοιλιόδουλη κοιλιόδουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοιλιόδουλοι οι κοιλιόδουλες τα κοιλιόδουλα
      γενική των κοιλιόδουλων των κοιλιόδουλων των κοιλιόδουλων
    αιτιατική τους κοιλιόδουλους τις κοιλιόδουλες τα κοιλιόδουλα
     κλητική κοιλιόδουλοι κοιλιόδουλες κοιλιόδουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοιλιόδουλος < κοιλία + δούλος

Επίθετο[επεξεργασία]

κοιλιόδουλος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοιλιόδουλος < κοιλία + δοῦλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

κοιλιόδουλος, -ος, -ο

  • ο υπερβολικά λαίμαργος
    ※  Χαίρει Ἰουδαῖος Σαββάτῳ καὶ ἑορτῇ· μοναχὸς γαστρίμαργος Σαββάτῳ καὶ Κυριακῇ· πρὸ χρόνου τὸ Πάσχα ψηφίζει, καὶ πρὸ ἡμερῶν τὰ ἐδέσματα εὐτρεπίζει. Ψηφίζει κοιλιόδουλος ἐν ποίοις βρώμασιν ἑορτάσει· ὁ δὲ θεόδουλος ἐν ποίοις χαρίσμασιν πλουτήσει. (Ιωάννης της Κλίμακος, λόγος ΙΔ΄, 6ος-7ος αιώνας)

Πηγές[επεξεργασία]