κοιμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κοιμισμένος
- που κοιμάται
- τον βρήκα κοιμισμένο μπροστά στην τηλεόραση
- (μεταφορικά) νωθρός, οκνηρός
- είναι πολύ κοιμισμένος άνθρωπος, κάνει δέκα ώρες μέχρι ν' αρχίσει τη δουλειά του