κολάι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολάι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kolay (εύκολος, απλός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολάι ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έχω πάρει το κολάι: λόγω εμπειρίας έχω αποκτήσει την ικανότητα να κάνω μια εργασία ή έναν χειρισμό με ευκολία
- «κάνω κολάι»: φροντίζω ώστε να διευκολύνω κάτι
Παροιμίες[επεξεργασία]
- «η καλή δουλειά με το κολάι γίνεται»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)