κολάι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κολλάει

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολάι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kolay (εύκολος, απλός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈla.i/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολάι ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

  • «η καλή δουλειά με το κολάι γίνεται»

Μεταφράσεις[επεξεργασία]