κολαντρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολαντρίζω < κουλαντρίζω < τουρκική kullandı < αόριστος του kullanmak (οδηγώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

κολαντρίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]