κολιτζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολιτζής οι κολιτζήδες
      γενική του κολιτζή των κολιτζήδων
    αιτιατική τον κολιτζή τους κολιτζήδες
     κλητική κολιτζή κολιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολιτζής < τουρκική kolçı < kol

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολιτζής αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη κόλι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]