κορφολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορφολόγος < κορφολογώ + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορφολόγος[1] αρσενικό ή θηλυκό
- που κορφολογεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορφολόγος
|
- ↑ κορφολόγος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)