κυτταρινάση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυτταρινάση < κυτταρίν(η) + -άση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cellulase
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.ta.ɾiˈna.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυτ‐τα‐ρι‐νά‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυτταρινάση θηλυκό
- (βιολογία) ένζυμο το οποίο παράγεται μέσω αποσύνθεσης κυτταρίνης σε συστατικά από βακτηρίδια και μύκητες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)