λάβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάβα οι λάβες
      γενική της λάβας
    αιτιατική τη λάβα τις λάβες
     κλητική λάβα λάβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lava
Λάβα από ηφαίστεια της Χαβάης.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάβα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]