λάμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάμα οι λάμες
      γενική της λάμας των λαμών
    αιτιατική τη λάμα τις λάμες
     κλητική λάμα λάμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

λάμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lama < λατινική lamina
Λάμα μαχαιριού.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάμα θηλυκό

  1. το κοφτερό εξάρτημα εργαλείων, η λεπίδα
    ακονίζω τη λάμα του ξυραφιού
  2. μεταλλικό μακρόστενο έλασμα που χρησιμοποιείται συνήθως για να στηρίξει κάτι
    του στερέωσαν τη σπασμένη κνήμη με μία λάμα και βίδες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

λάμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική lama < θιβετιανή བླ་མ་

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάμα αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

λάμα < αγγλική llama < ισπανική llama < κέτσουα llama

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάμα ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]