λάσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λάσσο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λάσο τα λάσα
      γενική του λάσου των λάσων
    αιτιατική το λάσο τα λάσα
     κλητική λάσο λάσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σύλληψη ταύρου σε ροντέο με λάσο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάσο < γαλλική lasso < ισπανική lazo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάσο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]