λαβή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαβή οι λαβές
      γενική της λαβής των λαβών
    αιτιατική τη λαβή τις λαβές
     κλητική λαβή λαβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαβή < αρχαία ελληνική λαβή < λαμβάνω
Ένας κουβάς με πράσινη λαβή.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /laˈvi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαβή θηλυκό

  1. το τμήμα ενός αντικειμένου από το οποίο μπορούμε να το πιάσουμε
  2. ο τρόπος με τον οποίο πιάνουμε κάποιον για να τον ακινητοποιήσουμε, όταν παλεύουμε μαζί του
  3. (μεταφορικά) η αφορμή, η ευκαιρία
    έδωσε πάλι λαβή για σχόλια

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]