λαδόψωμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδόψωμο τα λαδόψωμα
      γενική του λαδόψωμου των λαδόψωμων
    αιτιατική το λαδόψωμο τα λαδόψωμα
     κλητική λαδόψωμο λαδόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαδόψωμο < λάδ(ι) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαδόψωμο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]