λαθρανασκαφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαθρανασκαφή θηλυκό
- παράνομη ανασκαφή προς εύρεση και εμπορία αρχαιοτήτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαθρανασκαφή
|