λαθρεμπόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαθρεμπόριο < (καθαρεύουσα) λαθρεμπόριον. Μορφολογικά αναλύεται σε λαθρ- + -εμπόριο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /la.θɾemˈbo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐θρε‐μπό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαθρεμπόριο ουδέτερο
- η εισαγωγή σε μια χώρα και το εμπόριο λαθραίων προϊόντων
- ※ Σε πέντε συλλήψεις προχώρησε η Ομάδα Παραεμπορίου της Υποδιεύθυνσης Περιπολιών της Διεύθυνσης Αστυνομίας Αθηνών, στη Σαλαμίνα η οποία διερεύνησε υπόθεση λαθρεμπορίου τσιγάρων και καπνικών προϊόντων. (Σαλαμίνα: Πέντε άτομα συνελήφθησαν για λαθρεμπόριο τσιγάρων, εφημερίδα Ναυτεμπορική, 27 Ιουλίου 2020)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λαθρ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εμπόριο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)